- ἑπταστάδιος
- ἑπταστάδιοςseven stades longmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επταστάδιος — ἑπταστάδιος, ον (AM) μήκους επτά σταδίων («ἑπταστάδιος πορθμός») αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑπταστάδιον απόσταση επτά σταδίων … Dictionary of Greek
ἑπταστάδιον — ἑπταστάδιος seven stades long masc/fem acc sg ἑπταστάδιος seven stades long neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑπτασταδίου — ἑπταστάδιος seven stades long masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑπτασταδίῳ — ἑπταστάδιος seven stades long masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επτά — και εφτά (AM ἑπτά) (απόλ. αριθμ.) 1. ο αριθμός που αποτελείται από έξι συν μία μονάδες, ο μεταξύ τού έξι και τού οκτώ 2. χρησιμοποιείται για να δηλώσει απροσδιόριστο πλήθος, αμέτρητες φορές (α. «στό είπα εφτά φορές» β. «ὁ γὰρ ἑπτά ἀριθμός παρὰ τῇ … Dictionary of Greek